Πέμπτη 7 Νοεμβρίου, Βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ, Τσιμισκή 11, Θεσσαλονίκη, στις 19:00
Συζήτηση με αφορμή την έκδοση του βιβλίου
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ Χάνα Άρεντ, Καρλ Λέβιτ, Χανς Γιόνας και Χέρμπερτ Μαρκούζε
του Ρίτσαρντ Γουόλιν
Συζητούν:
Γκόλφω Μαγγίνη, καθηγήτρια Φιλοσοφίας, Τμήμα Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Άρης Στυλιανού, αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ
Μιχάλης Μπαρτσίδης, δρ. Φιλοσοφίας, διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Το 1933 ο Χάιντεγκερ συνέδεσε την τύχη του με τον εθνικοσοσιαλισμό. Ποδοπάτησε τη σταδιοδρομία Εβραίων φοιτητών και κατήγγειλε συναδέλφους του καθηγητές τους οποίους θεωρούσε ανεπαρκώς ριζοσπαστικούς. Επί σειρά ετών, υπέγραφε επιστολές και ξεκινούσε τις παραδόσεις του με τον χαιρετισμό «Χάιλ Χίτλερ!», ενώ μέχρι τέλους κατέβαλλε τη συνδρομή του στο ναζιστικό κόμμα. Εξίσου προβληματικές για τους πρώην φοιτητές του ήταν οι προσπάθειές του να θέσει την υπαρξιστική σκέψη στην υπηρεσία ναζιστικών επιδιώξεων, αλλά και το ότι ποτέ δεν αποκήρυξε τις ενέργειές του εκείνες. Το βιβλίο του Ρίτσαρντ Γουόλιν διερευνά τους τρόπους με τους οποίους τέσσερις από τους σημαντικότερους Εβραίους φοιτητές του Χάιντεγκερ προσέγγισαν τη σχέση του δασκάλου τους με τους ναζί, καθώς και το πώς το γεγονός αυτό επηρέασε τη σκέψη τους. Η Χάνα Άρεντ, ερωμένη αλλά και φοιτήτρια του Χάιντεγκερ, έφθασε να συγκαταλέγεται στους σπουδαιότερους πολιτικούς στοχαστές του 20ού αιώνα. Ο Καρλ Λέβιτ επέστρεψε στη Γερμανία το 1953 και σύντομα έγινε ένας από τους κορυφαίους φιλοσόφους της. Ο Χανς Γιόνας απέκτησε φήμη ως ο κορυφαίος φιλόσοφος του περιβαλλοντισμού στη Γερμανία. Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε έγινε διάσημος ως διανοούμενος της Σχολής της Φραγκφούρτης και μέντορας της Νέας Αριστεράς. Γιατί δεν κατόρθωσαν οι λαμπρές εκείνες διάνοιες να αντιληφθούν τι έκρυβε η καρδιά του Χάιντεγκερ και τι επιφύλασσε το μέλλον στη Γερμανία; Πώς, μετά τον πόλεμο, θα επανεκτιμούσαν τις γερμανικές διανοητικές παραδόσεις; Θα μπορούσαν άραγε να περισώσουν κάποιες πτυχές της σκέψης του Χάιντεγκερ; Η φιλοσοφία τους θα αντανακλούσε ή θα απέρριπτε εντελώς τις πρώιμες σπουδές τους; Θα μπορούσαν άραγε οι χαϊντεγκεριανοί εκείνοι να συγχωρήσουν, ή ακόμη και να προσπαθήσουν να κατανοήσουν, την προδοσία του ανθρώπου που τόσο θαύμασαν; Τα Παιδιά του Χάιντεγκερ εντάσσουν τις παραδοξότητες αυτές σε μια ευρύτερη σκληρή ειρωνεία της τύχης: οι ευρωπαίοι Εβραίοι βίωσαν τη μεγαλύτερη συμφορά τους αμέσως μετά την πληρέστερη αφομοίωσή τους. Το βιβλίο βρίσκει στις αντιδράσεις τους απαντήσεις σε ερωτήματα για τη φύση της υπαρξιακής απογοήτευσης και για το σημείο όπου οι ιδέες συναντούν την πολιτική.